Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυγουλωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυγουλωτ
ός
η
αυγουλωτ
ή
το
αυγουλωτ
ό
γενική
του
αυγουλωτ
ού
της
αυγουλωτ
ής
του
αυγουλωτ
ού
αιτιατική
τον
αυγουλωτ
ό
την
αυγουλωτ
ή
το
αυγουλωτ
ό
κλητική
αυγουλωτ
έ
αυγουλωτ
ή
αυγουλωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυγουλωτ
οί
οι
αυγουλωτ
ές
τα
αυγουλωτ
ά
γενική
των
αυγουλωτ
ών
των
αυγουλωτ
ών
των
αυγουλωτ
ών
αιτιατική
τους
αυγουλωτ
ούς
τις
αυγουλωτ
ές
τα
αυγουλωτ
ά
κλητική
αυγουλωτ
οί
αυγουλωτ
ές
αυγουλωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
av.ɣu.loˈtos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
αυ‐γου‐λω‐τός
Επίθετο
επεξεργασία
αυγουλωτός, -ή, -ό
παλιότερη γραφή του
αβγουλωτός