Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβγουλωτός η αβγουλωτή το αβγουλωτό
      γενική του αβγουλωτού της αβγουλωτής του αβγουλωτού
    αιτιατική τον αβγουλωτό την αβγουλωτή το αβγουλωτό
     κλητική αβγουλωτέ αβγουλωτή αβγουλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβγουλωτοί οι αβγουλωτές τα αβγουλωτά
      γενική των αβγουλωτών των αβγουλωτών των αβγουλωτών
    αιτιατική τους αβγουλωτούς τις αβγουλωτές τα αβγουλωτά
     κλητική αβγουλωτοί αβγουλωτές αβγουλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγουλωτός < αβγό

  Επίθετο επεξεργασία

αβγουλωτός, -ή, -ό

  • που περιέχει αβγά ή γίνεται με αβγό, που έχει πολλά αβγά ή που έχει μορφή αβγού (όχι ιδιαίτερα δόκιμη λέξη σε καμία από τις έννοιες)


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία