αυγοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυγοειδής | η | αυγοειδής | το | αυγοειδές |
γενική | του | αυγοειδούς* | της | αυγοειδούς | του | αυγοειδούς |
αιτιατική | τον | αυγοειδή | την | αυγοειδή | το | αυγοειδές |
κλητική | αυγοειδή(ς) | αυγοειδής | αυγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυγοειδείς | οι | αυγοειδείς | τα | αυγοειδή |
γενική | των | αυγοειδών | των | αυγοειδών | των | αυγοειδών |
αιτιατική | τους | αυγοειδείς | τις | αυγοειδείς | τα | αυγοειδή |
κλητική | αυγοειδείς | αυγοειδείς | αυγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐γο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίααυγοειδής, -ής, -ές
- άλλη μορφή του αβγοειδής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αβγό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυγοειδής
→ δείτε τη λέξη ωοειδής |
Πηγές
επεξεργασία- αβγοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)