αὐγοειδής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐγοειδής | τὸ αὐγοειδές | οἱ, αἱ αὐγοειδεῖς | τὰ αὐγοειδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐγοειδοῦς | τοῦ αὐγοειδοῦς | τῶν αὐγοειδῶν | τῶν αὐγοειδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐγοειδεῖ | τῷ αὐγοειδεῖ | τοῖς, ταῖς αὐγοειδέσι(ν) | τοῖς αὐγοειδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐγοειδῆ | τὸ αὐγοειδές | τοὺς, τὰς αὐγοειδεῖς | τὰ αὐγοειδῆ |
Κλητική | αὐγοειδές | αὐγοειδές | αὐγοειδεῖς | αὐγοειδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐγοειδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | αὐγοειδοῖν |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αὐγοειδής < αρχαία ελληνική αὐγ(ή) + -ο- + -ειδής
Επίθετο επεξεργασία
αὐγοειδής