abricot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abricot | abricots |
abricot (fr) αρσενικό
- (φρούτο) το βερίκοκο
- (μεταφορικά) το αιδοίο
ενικός | πληθυντικός |
abricot | abricots |
abricot (fr) αρσενικό