Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bʁi.ko/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abricot abricots

abricot (fr) αρσενικό

  1. (φρούτο) το βερίκοκο
  2. (μεταφορικά) το αιδοίο