stone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stone | stones |
stone (en)
- (μη μετρήσιμο, χρησιμοποιείται συχνά πριν από ουσιαστικά ή σε σύνθετα) η πέτρα, πέτρινος, που είναι κατασκευασμένος από πέτρα
- ↪ a stone house - σπίτι από πέτρα
- ↪ There is a huge stone wall in front of me.
- Υπάρχει ένας τεράστιος πέτρινος τοίχος μπροστά μου.
- η πέτρα, ο λίθος, ένα μικρό κομμάτι βράχου οποιουδήποτε σχήματος
- ↪ The road was full of stones.
- Ο δρόμος ήταν γεμάτος πέτρες.
- ↪ The road was full of stones.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- birthstone
- brownstone
- cast the first stone
- cobblestone
- cornerstone
- foundation stone
- gemstone
- gravestone
- hailstone
- headstone
- keystone
- limestone
- lodestone
- markstone
- milestone
- moonstone
- oilstone
- sandstone
- sink like a stone
- Smithfield stone
- soapstone
- stepping stone
- stone frigate
- stone wall
- touchstone
- turn to stone
- whetstone
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stones |
αόριστος | stoned |
παθητική μετοχή | stoned |
ενεργητική μετοχή | stoning |
stone (en)