Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

calculus < λατινική calculus (βότσαλο) < calx + -ulus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

calculus (en)

  1. λογισμός
  2. (ειδικότερα) (μαθηματικά) λογισμός, απειροστικός λογισμός
    Calculus is the study of functions, their derivatives and integrals (Απειροστικός λογισμός είναι η μελέτη των συναρτήσεων, των παραγώγων και των ολοκληρωμάτων τους)
  3. (ιατρική) πέτρα

Σημειώσεις επεξεργασία

Στην ελληνική μαθηματική ορολογία, ο όρος απειροστικός λογισμός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τον διαφορικό λογισμό (differential calculus) όσο και τον ολοκληρωτικό λογισμό (integral calculus). Στην αγγλική μαθηματική ορολογία, ο όρος infinitesimal calculus έχει αντικατασταθεί από τον όρο calculus.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • calculus στην αγγλική Βικιπαίδεια