Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pebble
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
pebble
pebbles
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pebble
(en)
το
βότσαλο
⮡
He was throwing
pebbles
into the lake/into the sea.
Έριχνε
βότσαλα
στη λίμνη/στη θάλασσα.
Πηγές
επεξεργασία
pebble
-
Oxford Learner's Dictionaries