ενικός         πληθυντικός  
pebble pebbles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pebble (en)

  • το βότσαλο
    ⮡  He was throwing pebbles into the lake/into the sea.
    Έριχνε βότσαλα στη λίμνη/στη θάλασσα.