touchstone
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
touchstone | touchstones |
Ουσιαστικό επεξεργασία
touchstone (en)
- σκληρή πέτρα τριβής κραμάτων για έλεγχο ποιότητας· πέτρα σιδηρουργικών δοκιμών· πέτρα σιδηρουργείου
- (μεταφορικά) θεμέλιος λίθος, βάση
- (μεταφορικά) πρότυπο σύγκρισης και εκτίμησης