ενικός         πληθυντικός  
touchstone touchstones

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

touchstone (en)

  1. σκληρή πέτρα τριβής κραμάτων για έλεγχο ποιότητας· πέτρα σιδηρουργικών δοκιμών· πέτρα σιδηρουργείου
  2. (μεταφορικά) θεμέλιος λίθος, βάση
  3. (μεταφορικά) πρότυπο σύγκρισης και εκτίμησης