Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολοκύθι τα κολοκύθια
      γενική του κολοκυθιού των κολοκυθιών
    αιτιατική το κολοκύθι τα κολοκύθια
     κλητική κολοκύθι κολοκύθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα κολοκύθι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολοκύθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοκύθι < κολοκύνθιν < αρχαία ελληνική κολοκύνθιον, υποκοριστικό του κολοκύνθη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.loˈci.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λο‐κύ‐θι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολοκύθι ουδέτερο

  1. (λαχανικό) ο καρπός της κολοκυθιάς, στενόμακρος, πρασινωπός απ’ έξω, άσπρος από μέσα, με σπόρια
     συνώνυμα: κολοκυθάκι
  2. (μεταφορικά) αντικείμενο ευτελές ή με άγνωστο όνομα
     συνώνυμα: μαραφέτι
  3. → και δείτε τη λέξη κολοκύθια (πληθυντικός)

Παροιμίες επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα -υνθ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολοκύθι ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία