κολοκύνθη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολοκύνθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολοκύνθη θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (φυτό) όρος για την επιστημονική ονομασία των ειδών της κολοκυθιάς, του γένους Κολοκύνθη (Cucurbita)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκολοκύνθωση
- Κολοκύνθη (ταξινομικό γένος)
- Κολοκύνθης (επώνυμο)
- Κολοκυνθοειδή (Cucurbitaceae, ταξινομική οικογένεια)
- Κολοκυνθού (τοπωνύμιο)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοκύνθη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολοκύνθη ή κολοκύθα
Συγγενικά
επεξεργασίακολοκυθ-, κολοκυνθ-
- Κολοκύθια (πληθυντικός, τοπωνύμιο)
- κολοκυνθέα, κολοκυθέα, κολοκυθιά
- Κολοκύνθα (τοπωνύμιο)
- Κολοκύνθης (κριτικό υπόμνημα στον Πωρικολόγο)
- κολοκύνθιον, κολοκύνθιν, κολοκύνθι, κολοκύθι
- Κολοκύνθιος, Κολοκύνθεος (προσωποποίηση στον Πωρικολόγο)
- κολοκυνθοκέφαλος
- κολοκυνθόνας, κολοκυθόνας
- κολοκυνθόπουλον, κολοκυθόπουλον
- κολοκυνθόφυλλον, κολοκυθόφυλλο
Πηγές
επεξεργασία- κολοκύνθη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κολοκύνθη | αἱ | κολοκύνθαι |
γενική | τῆς | κολοκύνθης | τῶν | κολοκυνθῶν |
δοτική | τῇ | κολοκύνθῃ | ταῖς | κολοκύνθαις |
αιτιατική | τὴν | κολοκύνθην | τὰς | κολοκύνθᾱς |
κλητική ὦ! | κολοκύνθη | κολοκύνθαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολοκύνθᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κολοκύνθαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοκύνθη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πιθανόν προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει το επίθημα -ύνθη (-υνθος)[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολοκύνθη θηλυκό
- (φυτό, λαχανικό) η νεροκολοκύθα
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I «κολοκύνθαι» @scaife.perseus
- Ψυχρότατον βρῶμα, φακοὶ, κέγχροι, κολοκύνθαι.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I «κολοκύνθαι» @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- κολοκύνθιον (υποκοριστικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κολοκύνθη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολοκύνθη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.