αποκολοκύνθωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκολοκύνθωση | οι | αποκολοκυνθώσεις |
γενική | της | αποκολοκύνθωσης* | των | αποκολοκυνθώσεων |
αιτιατική | την | αποκολοκύνθωση | τις | αποκολοκυνθώσεις |
κλητική | αποκολοκύνθωση | αποκολοκυνθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκολοκυνθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποκολοκύνθωση < απο- + αρχαία ελληνική κολοκύνθη + -ωση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ko.loˈcin.θo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κο‐λο‐κύν‐θω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκολοκύνθωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αποβλάκωσης
- ※ ἐν μέσῳ τῆς οἰκονομικῆς καὶ ἐμπορικῆς ἀποκολοκυνθώσεως τοῦ ἔθνους, κυριεύων πλανήτης τοῦ 1886 εἶνε ὁ… Ἑρμῆς, ὁ ἔφορος δηλ. καὶ προστάτης τοῦ ἐμπορίου (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- → δείτε και τη λέξη αποκολοκυνθοποίηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποκολοκύνθωση
|