↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβλάκωση οι αποβλακώσεις
      γενική της αποβλάκωσης* των αποβλακώσεων
    αιτιατική την αποβλάκωση τις αποβλακώσεις
     κλητική αποβλάκωση αποβλακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβλακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβλάκωση < αποβλακώ(νω) + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈvla.ko.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐βλά‐κω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποβλάκωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία