ξεκούτιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκούτιασμα < ξεκουτιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκούτιασμα ουδέτερο
- η απώλεια των πνευματικών ικανοτήτων συνήθως μετά την τρίτη ηλικία και συχνά κατά την τέταρτη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ξεκουτιαίνω και κουτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεκούτιασμα
|