↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμώραμα τα ξεμωράματα
      γενική του ξεμωράματος των ξεμωραμάτων
    αιτιατική το ξεμώραμα τα ξεμωράματα
     κλητική ξεμώραμα ξεμωράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμώραμα < ξεμωραίνομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεμώραμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία