ξεμώραμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεμώραμα < ξεμωραίνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμώραμα ουδέτερο
- η απώλεια της οξύτητας των διανοητικών λειτουργιών, το ξαναμώρεμα, τα συμπτώματα της άνοιας, η αποβλάκωση, το ξεκούτιασμα
Συγγενικά επεξεργασία
- ξεμωραμένος,η,ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμώραμα
|