↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμωραμένος η ξεμωραμένη το ξεμωραμένο
      γενική του ξεμωραμένου της ξεμωραμένης του ξεμωραμένου
    αιτιατική τον ξεμωραμένο την ξεμωραμένη το ξεμωραμένο
     κλητική ξεμωραμένε ξεμωραμένη ξεμωραμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμωραμένοι οι ξεμωραμένες τα ξεμωραμένα
      γενική των ξεμωραμένων των ξεμωραμένων των ξεμωραμένων
    αιτιατική τους ξεμωραμένους τις ξεμωραμένες τα ξεμωραμένα
     κλητική ξεμωραμένοι ξεμωραμένες ξεμωραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμωραίνομαι

ξεμωραμένος, -η, -ο ( & ξαναμωραμένος)

  1. (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
  2. (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
    Γυρνάει με πιτσιρίκες ο ξεμωραμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία