Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκουτιαίνω < ξε- + κουτός + -ιαίνω[1][2]
ΔΦΑ : /kse.ku.ˈtçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεκουτιαίνω

ξεκουτιαίνω, πρτ.: ξεκούτιαινα, αόρ.: ξεκούτιανα, παθ.φωνή: ξεκουτιαίνομαι, π.αόρ.: ξεκουτιάστηκα, μτχ.π.π.: ξεκουτιασμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημείωση: Οι παθητικοί τύποι σπανιότεροι.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ξεκουτιαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)