ξεκουτιαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.ku.ˈtçe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κου‐τιαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαξεκουτιαίνω, πρτ.: ξεκούτιαινα, αόρ.: ξεκούτιανα, παθ.φωνή: ξεκουτιαίνομαι, π.αόρ.: ξεκουτιάστηκα, μτχ.π.π.: ξεκουτιασμένος
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω κάποιον να χάσει σταδιακά τις νοητικές του δυνάμεις, συνήθως λόγω ηλικίας, να γίνει ξεκούτης
- (αμετάβατο) Πάει, ξεκούτιανα! Δεν μπορώ να θυμηθώ τον αριθμό του κινητού μου
- (μεταβατικό) ※ Διονύσιος Σολωμός, ποίημα Η Πρωτοχρονιά @greek-language.gr
- Βζιτ, και λόγον νοστιμεύεσαι,
- που αφ’ τα γέλια ξεκουτιένεσαι·
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαεπίσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουτιαίνω | ξεκούτιαινα | θα ξεκουτιαίνω | να ξεκουτιαίνω | ξεκουτιαίνοντας | |
β' ενικ. | ξεκουτιαίνεις | ξεκούτιαινες | θα ξεκουτιαίνεις | να ξεκουτιαίνεις | ξεκούτιαινε | |
γ' ενικ. | ξεκουτιαίνει | ξεκούτιαινε | θα ξεκουτιαίνει | να ξεκουτιαίνει | ||
α' πληθ. | ξεκουτιαίνουμε | ξεκουτιαίναμε | θα ξεκουτιαίνουμε | να ξεκουτιαίνουμε | ||
β' πληθ. | ξεκουτιαίνετε | ξεκουτιαίνατε | θα ξεκουτιαίνετε | να ξεκουτιαίνετε | ξεκουτιαίνετε | |
γ' πληθ. | ξεκουτιαίνουν(ε) | ξεκούτιαιναν ξεκουτιαίναν(ε) |
θα ξεκουτιαίνουν(ε) | να ξεκουτιαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκούτιανα | θα ξεκουτιάνω | να ξεκουτιάνω | ξεκουτιάνει | ||
β' ενικ. | ξεκούτιανες | θα ξεκουτιάνεις | να ξεκουτιάνεις | ξεκούτιανε | ||
γ' ενικ. | ξεκούτιανε | θα ξεκουτιάνει | να ξεκουτιάνει | |||
α' πληθ. | ξεκουτιάναμε | θα ξεκουτιάνουμε | να ξεκουτιάνουμε | |||
β' πληθ. | ξεκουτιάνατε | θα ξεκουτιάνετε | να ξεκουτιάνετε | ξεκουτιάντε | ||
γ' πληθ. | ξεκούτιαναν ξεκουτιάναν(ε) |
θα ξεκουτιάνουν(ε) | να ξεκουτιάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκουτιάνει | είχα ξεκουτιάνει | θα έχω ξεκουτιάνει | να έχω ξεκουτιάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκουτιάνει | είχες ξεκουτιάνει | θα έχεις ξεκουτιάνει | να έχεις ξεκουτιάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουτιάνει | είχε ξεκουτιάνει | θα έχει ξεκουτιάνει | να έχει ξεκουτιάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουτιάνει | είχαμε ξεκουτιάνει | θα έχουμε ξεκουτιάνει | να έχουμε ξεκουτιάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουτιάνει | είχατε ξεκουτιάνει | θα έχετε ξεκουτιάνει | να έχετε ξεκουτιάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουτιάνει | είχαν ξεκουτιάνει | θα έχουν ξεκουτιάνει | να έχουν ξεκουτιάνει |
|
Σημείωση: Οι παθητικοί τύποι σπανιότεροι.
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουτιαίνομαι | ξεκουτιαινόμουν(α) | θα ξεκουτιαίνομαι | να ξεκουτιαίνομαι | ||
β' ενικ. | ξεκουτιαίνεσαι | ξεκουτιαινόσουν(α) | θα ξεκουτιαίνεσαι | να ξεκουτιαίνεσαι | - | |
γ' ενικ. | ξεκουτιαίνεται | ξεκουτιαινόταν(ε) | θα ξεκουτιαίνεται | να ξεκουτιαίνεται | ||
α' πληθ. | ξεκουτιαινόμαστε | ξεκουτιαινόμαστε ξεκουτιαινόμασταν |
θα ξεκουτιαινόμαστε | να ξεκουτιαινόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεκουτιαίνεστε | ξεκουτιαινόσαστε ξεκουτιαινόσασταν |
θα ξεκουτιαίνεστε | να ξεκουτιαίνεστε | (ξεκουτιαίνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεκουτιαίνονται | ξεκουτιαίνονταν ξεκουτιαινόντουσαν |
θα ξεκουτιαίνονται | να ξεκουτιαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκουτιαίστηκα | θα ξεκουτιαιστώ | να ξεκουτιαιστώ | ξεκουτιαιστεί | ||
β' ενικ. | ξεκουτιαίστηκες | θα ξεκουτιαιστείς | να ξεκουτιαιστείς | ξεκουτιαίσου | ||
γ' ενικ. | ξεκουτιαίστηκε | θα ξεκουτιαιστεί | να ξεκουτιαιστεί | |||
α' πληθ. | ξεκουτιαιστήκαμε | θα ξεκουτιαιστούμε | να ξεκουτιαιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεκουτιαιστήκατε | θα ξεκουτιαιστείτε | να ξεκουτιαιστείτε | ξεκουτιαιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεκουτιαίστηκαν ξεκουτιαιστήκαν(ε) |
θα ξεκουτιαιστούν(ε) | να ξεκουτιαιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεκουτιαιστεί | είχα ξεκουτιαιστεί | θα έχω ξεκουτιαιστεί | να έχω ξεκουτιαιστεί | ξεκουτιαισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεκουτιαιστεί | είχες ξεκουτιαιστεί | θα έχεις ξεκουτιαιστεί | να έχεις ξεκουτιαιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουτιαιστεί | είχε ξεκουτιαιστεί | θα έχει ξεκουτιαιστεί | να έχει ξεκουτιαιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουτιαιστεί | είχαμε ξεκουτιαιστεί | θα έχουμε ξεκουτιαιστεί | να έχουμε ξεκουτιαιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουτιαιστεί | είχατε ξεκουτιαιστεί | θα έχετε ξεκουτιαιστεί | να έχετε ξεκουτιαιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουτιαιστεί | είχαν ξεκουτιαιστεί | θα έχουν ξεκουτιαιστεί | να έχουν ξεκουτιαιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεκουτιαισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεκουτιαισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεκουτιαισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεκουτιαισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεκουτιαισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεκουτιαισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεκουτιαισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεκουτιαισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκουτιαίνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεκουτιαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)