Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκούτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ξεκούτα
θηλυκό
της λέξης
ξεκούτης
(υβριστικά) και (
μειωτικό
) η ηλικιωμένη γυναίκα που έχει
άνοια