Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμωραίνω < ξε- + μωραίνω[1] < μωρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.moˈɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐μω‐ραί‐νω

ξεμωραίνω, πρτ.: ξεμώραινα, αόρ.: ξεμώρανα, παθ.φωνή: ξεμωραίνομαι, π.αόρ.: ξεμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξεμωραμένος

  • (μεταβατικό) κάνω κάποιον να αρχίσει να τα χάνει, να παθαίνει άνοια και να κάνει ανοησίες σαν να ήταν μωρό
    ⮡  Αυτή η γυναίκα τον ξεμώρανε τον άνθρωπο
    ⮡  Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκε ο κυρ-Κώστας, μήπως να τηλεφωνήσουμε στα παιδιά του;

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία