ξεκουτιαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkse.kuˈtçe.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαξεκουτιαίνομαι, π.αόρ.: ξεκουτιάστηκα, μτχ.π.π.: ξεκουτιασμένος, (ενεργ.: ξεκουτιαίνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξεκουτιαίνω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Οι παθητικοί τύποι αυτού του ρήματος, σπάνιοι.