αποβλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.vlaˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐βλα‐κώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποβλακώνω, αόρ.: αποβλάκωσα, παθ.φωνή: αποβλακώνομαι, π.αόρ.: αποβλακώθηκα, μτχ.π.π.: αποβλακωμένος
- αμβλύνω την οξύνοια και τις διανοητικές ικανότητες κάποιου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βλάκας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβλακώνω | αποβλάκωνα | θα αποβλακώνω | να αποβλακώνω | αποβλακώνοντας | |
β' ενικ. | αποβλακώνεις | αποβλάκωνες | θα αποβλακώνεις | να αποβλακώνεις | αποβλάκωνε | |
γ' ενικ. | αποβλακώνει | αποβλάκωνε | θα αποβλακώνει | να αποβλακώνει | ||
α' πληθ. | αποβλακώνουμε | αποβλακώναμε | θα αποβλακώνουμε | να αποβλακώνουμε | ||
β' πληθ. | αποβλακώνετε | αποβλακώνατε | θα αποβλακώνετε | να αποβλακώνετε | αποβλακώνετε | |
γ' πληθ. | αποβλακώνουν(ε) | αποβλάκωναν αποβλακώναν(ε) |
θα αποβλακώνουν(ε) | να αποβλακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβλάκωσα | θα αποβλακώσω | να αποβλακώσω | αποβλακώσει | ||
β' ενικ. | αποβλάκωσες | θα αποβλακώσεις | να αποβλακώσεις | αποβλάκωσε | ||
γ' ενικ. | αποβλάκωσε | θα αποβλακώσει | να αποβλακώσει | |||
α' πληθ. | αποβλακώσαμε | θα αποβλακώσουμε | να αποβλακώσουμε | |||
β' πληθ. | αποβλακώσατε | θα αποβλακώσετε | να αποβλακώσετε | αποβλακώστε | ||
γ' πληθ. | αποβλάκωσαν αποβλακώσαν(ε) |
θα αποβλακώσουν(ε) | να αποβλακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποβλακώσει | είχα αποβλακώσει | θα έχω αποβλακώσει | να έχω αποβλακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποβλακώσει | είχες αποβλακώσει | θα έχεις αποβλακώσει | να έχεις αποβλακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποβλακώσει | είχε αποβλακώσει | θα έχει αποβλακώσει | να έχει αποβλακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβλακώσει | είχαμε αποβλακώσει | θα έχουμε αποβλακώσει | να έχουμε αποβλακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποβλακώσει | είχατε αποβλακώσει | θα έχετε αποβλακώσει | να έχετε αποβλακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβλακώσει | είχαν αποβλακώσει | θα έχουν αποβλακώσει | να έχουν αποβλακώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβλακώνομαι | αποβλακωνόμουν(α) | θα αποβλακώνομαι | να αποβλακώνομαι | ||
β' ενικ. | αποβλακώνεσαι | αποβλακωνόσουν(α) | θα αποβλακώνεσαι | να αποβλακώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποβλακώνεται | αποβλακωνόταν(ε) | θα αποβλακώνεται | να αποβλακώνεται | ||
α' πληθ. | αποβλακωνόμαστε | αποβλακωνόμαστε αποβλακωνόμασταν |
θα αποβλακωνόμαστε | να αποβλακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποβλακώνεστε | αποβλακωνόσαστε αποβλακωνόσασταν |
θα αποβλακώνεστε | να αποβλακώνεστε | (αποβλακώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποβλακώνονται | αποβλακώνονταν αποβλακωνόντουσαν |
θα αποβλακώνονται | να αποβλακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβλακώθηκα | θα αποβλακωθώ | να αποβλακωθώ | αποβλακωθεί | ||
β' ενικ. | αποβλακώθηκες | θα αποβλακωθείς | να αποβλακωθείς | αποβλακώσου | ||
γ' ενικ. | αποβλακώθηκε | θα αποβλακωθεί | να αποβλακωθεί | |||
α' πληθ. | αποβλακωθήκαμε | θα αποβλακωθούμε | να αποβλακωθούμε | |||
β' πληθ. | αποβλακωθήκατε | θα αποβλακωθείτε | να αποβλακωθείτε | αποβλακωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποβλακώθηκαν αποβλακωθήκαν(ε) |
θα αποβλακωθούν(ε) | να αποβλακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποβλακωθεί | είχα αποβλακωθεί | θα έχω αποβλακωθεί | να έχω αποβλακωθεί | αποβλακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποβλακωθεί | είχες αποβλακωθεί | θα έχεις αποβλακωθεί | να έχεις αποβλακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποβλακωθεί | είχε αποβλακωθεί | θα έχει αποβλακωθεί | να έχει αποβλακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβλακωθεί | είχαμε αποβλακωθεί | θα έχουμε αποβλακωθεί | να έχουμε αποβλακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποβλακωθεί | είχατε αποβλακωθεί | θα έχετε αποβλακωθεί | να έχετε αποβλακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβλακωθεί | είχαν αποβλακωθεί | θα έχουν αποβλακωθεί | να έχουν αποβλακωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποβλακωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποβλακωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποβλακωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποβλακωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποβλακωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποβλακωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποβλακωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποβλακωμένοι |