Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβλακώνω < απο- + βλάκ(ας) + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.vlaˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐βλα‐κώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποβλακώνω, αόρ.: αποβλάκωσα, παθ.φωνή: αποβλακώνομαι, π.αόρ.: αποβλακώθηκα, μτχ.π.π.: αποβλακωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βλάκας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία