Ετυμολογία

επεξεργασία
μωραίνω < (ελληνιστική κοινήμωραίνω < αρχαία ελληνική μωρός

μωραίνω (παθητική φωνή: μωραίνομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία