infantiliser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.fɑ̃.ti.li.ze/
Ρήμα
επεξεργασίαinfantiliser (fr)
- καθιστώ παιδαριώδη, δίνω σε κάποιον νοοτροπία ή φέρσιμο παιδιού, μωραίνω
- Cette série infantilise les téléspectateurs. Αυτό το σήριαλ παίρνει τους τηλεθεατές για παιδιά.
Συγγενικά
επεξεργασίακαι