↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβλακωτικός η αποβλακωτική το αποβλακωτικό
      γενική του αποβλακωτικού της αποβλακωτικής του αποβλακωτικού
    αιτιατική τον αποβλακωτικό την αποβλακωτική το αποβλακωτικό
     κλητική αποβλακωτικέ αποβλακωτική αποβλακωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβλακωτικοί οι αποβλακωτικές τα αποβλακωτικά
      γενική των αποβλακωτικών των αποβλακωτικών των αποβλακωτικών
    αιτιατική τους αποβλακωτικούς τις αποβλακωτικές τα αποβλακωτικά
     κλητική αποβλακωτικοί αποβλακωτικές αποβλακωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβλακωτικός < αποβλακώνω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποβλακωτικός

  • που έχει σχέση με την αποβλάκωση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία