abrutissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.bʁy.ti.sɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abrutissant | abrutissants |
θηλυκό | abrutissante | abrutissantes |
abrutissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abrutissant | abrutissants |
θηλυκό | abrutissante | abrutissantes |
abrutissant (fr)