απομωραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομωραίνω < μεσαιωνική ελληνική απομωραίνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπομωραίνομαι
Ρήμα
επεξεργασίααπομωραίνω (παθητική φωνή: απομωραίνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απομωραμένος
- → δείτε τις λέξεις από και μωρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομωραίνω | απομώραινα | θα απομωραίνω | να απομωραίνω | απομωραίνοντας | |
β' ενικ. | απομωραίνεις | απομώραινες | θα απομωραίνεις | να απομωραίνεις | απομώραινε | |
γ' ενικ. | απομωραίνει | απομώραινε | θα απομωραίνει | να απομωραίνει | ||
α' πληθ. | απομωραίνουμε | απομωραίναμε | θα απομωραίνουμε | να απομωραίνουμε | ||
β' πληθ. | απομωραίνετε | απομωραίνατε | θα απομωραίνετε | να απομωραίνετε | απομωραίνετε | |
γ' πληθ. | απομωραίνουν(ε) | απομώραιναν απομωραίναν(ε) |
θα απομωραίνουν(ε) | να απομωραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομώρανα | θα απομωράνω | να απομωράνω | απομωράνει | ||
β' ενικ. | απομώρανες | θα απομωράνεις | να απομωράνεις | απομώρανε | ||
γ' ενικ. | απομώρανε | θα απομωράνει | να απομωράνει | |||
α' πληθ. | απομωράναμε | θα απομωράνουμε | να απομωράνουμε | |||
β' πληθ. | απομωράνατε | θα απομωράνετε | να απομωράνετε | απομωράνετε | ||
γ' πληθ. | απομώραναν απομωράναν(ε) |
θα απομωράνουν(ε) | να απομωράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομωράνει | είχα απομωράνει | θα έχω απομωράνει | να έχω απομωράνει | ||
β' ενικ. | έχεις απομωράνει | είχες απομωράνει | θα έχεις απομωράνει | να έχεις απομωράνει | ||
γ' ενικ. | έχει απομωράνει | είχε απομωράνει | θα έχει απομωράνει | να έχει απομωράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομωράνει | είχαμε απομωράνει | θα έχουμε απομωράνει | να έχουμε απομωράνει | ||
β' πληθ. | έχετε απομωράνει | είχατε απομωράνει | θα έχετε απομωράνει | να έχετε απομωράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομωράνει | είχαν απομωράνει | θα έχουν απομωράνει | να έχουν απομωράνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομωραίνω
|