Ετυμολογία

επεξεργασία
απομωραίνω < μεσαιωνική ελληνική απομωραίνω < (ελληνιστική κοινήἀπομωραίνομαι

απομωραίνω (παθητική φωνή: απομωραίνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία