Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομωραμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απομωραμέν
ος
η
απομωραμέν
η
το
απομωραμέν
ο
γενική
του
απομωραμέν
ου
της
απομωραμέν
ης
του
απομωραμέν
ου
αιτιατική
τον
απομωραμέν
ο
την
απομωραμέν
η
το
απομωραμέν
ο
κλητική
απομωραμέν
ε
απομωραμέν
η
απομωραμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απομωραμέν
οι
οι
απομωραμέν
ες
τα
απομωραμέν
α
γενική
των
απομωραμέν
ων
των
απομωραμέν
ων
των
απομωραμέν
ων
αιτιατική
τους
απομωραμέν
ους
τις
απομωραμέν
ες
τα
απομωραμέν
α
κλητική
απομωραμέν
οι
απομωραμέν
ες
απομωραμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απομωραμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απομωραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απομωραίνω
και
μωρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απομωραμένος