απομωραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπομωραίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απομωραίνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομωραίνομαι | απομωραινόμουν(α) | θα απομωραίνομαι | να απομωραίνομαι | ||
β' ενικ. | απομωραίνεσαι | απομωραινόσουν(α) | θα απομωραίνεσαι | να απομωραίνεσαι | (απομωραίνου) | |
γ' ενικ. | απομωραίνεται | απομωραινόταν(ε) | θα απομωραίνεται | να απομωραίνεται | ||
α' πληθ. | απομωραινόμαστε | απομωραινόμαστε απομωραινόμασταν |
θα απομωραινόμαστε | να απομωραινόμαστε | ||
β' πληθ. | απομωραίνεστε | απομωραινόσαστε απομωραινόσασταν |
θα απομωραίνεστε | να απομωραίνεστε | (απομωραίνεστε) | |
γ' πληθ. | απομωραίνονται | απομωραίνονταν απομωραινόντουσαν |
θα απομωραίνονται | να απομωραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομωράνθηκα | θα απομωρανθώ | να απομωρανθώ | απομωρανθεί | ||
β' ενικ. | απομωράνθηκες | θα απομωρανθείς | να απομωρανθείς | απομωράνσου | ||
γ' ενικ. | απομωράνθηκε | θα απομωρανθεί | να απομωρανθεί | |||
α' πληθ. | απομωρανθήκαμε | θα απομωρανθούμε | να απομωρανθούμε | |||
β' πληθ. | απομωρανθήκατε | θα απομωρανθείτε | να απομωρανθείτε | απομωρανθείτε | ||
γ' πληθ. | απομωράνθηκαν απομωρανθήκαν(ε) |
θα απομωρανθούν(ε) | να απομωρανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομωρανθεί | είχα απομωρανθεί | θα έχω απομωρανθεί | να έχω απομωρανθεί | απομωρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις απομωρανθεί | είχες απομωρανθεί | θα έχεις απομωρανθεί | να έχεις απομωρανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομωρανθεί | είχε απομωρανθεί | θα έχει απομωρανθεί | να έχει απομωρανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομωρανθεί | είχαμε απομωρανθεί | θα έχουμε απομωρανθεί | να έχουμε απομωρανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομωρανθεί | είχατε απομωρανθεί | θα έχετε απομωρανθεί | να έχετε απομωρανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομωρανθεί | είχαν απομωρανθεί | θα έχουν απομωρανθεί | να έχουν απομωρανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομωραίνομαι
|