Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεροκολοκύθα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νεροκολοκύθ
α
οι
νεροκολοκύθ
ες
γενική
της
νεροκολοκύθ
ας
των
(
νεροκολοκυθ
ών
)
αιτιατική
τη
νεροκολοκύθ
α
τις
νεροκολοκύθ
ες
κλητική
νεροκολοκύθ
α
νεροκολοκύθ
ες
Κατηγορία
όπως «
νότα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεροκολοκύθα
<
νερο-
+
κολοκύθα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεροκολοκύθα
θηλυκό
νεροκολόκυθο