Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωποποίηση οι προσωποποιήσεις
      γενική της προσωποποίησης* των προσωποποιήσεων
    αιτιατική την προσωποποίηση τις προσωποποιήσεις
     κλητική προσωποποίηση προσωποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσωποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσωποποίηση < πρόσωπ(ο) + -ο- + ποίηση (σις), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική personnification. Διαφορετικό το ελληνιστικό προσωποίησις (ομιλία με προσωπικές παρατηρήσεις)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.so.poˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐πο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσωποποίηση θηλυκό

  • το να προσδίδεις προσωπικά χαρακτηριστικά σε ένα αντικείμενο
    1. (σχήμα λόγου) που αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα ή αφηρημένα
      παράδειγμα: ραγίσαν κι οι πέτρες απ' το μοιρολόι της μάνας
    2. χαρακτηρισμός ατόμου που έχει κάποια χαρακτηριστικά σε υπερβολικό βαθμό
      η πεθερά μου είναι η προσωποποίηση της κακίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία