προσωποποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος προσωποποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσωποποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- παίρνω μορφή και πρόσωπο ή και όνομα ενώ δεν έχω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσωποποιούμαι | προσωποποιούμουν | θα προσωποποιούμαι | να προσωποποιούμαι | ||
β' ενικ. | προσωποποιείσαι | προσωποποιούσουν | θα προσωποποιείσαι | να προσωποποιείσαι | ||
γ' ενικ. | προσωποποιείται | προσωποποιούνταν | θα προσωποποιείται | να προσωποποιείται | ||
α' πληθ. | προσωποποιούμαστε | προσωποποιούμασταν προσωποποιούμαστε |
θα προσωποποιούμαστε | να προσωποποιούμαστε | ||
β' πληθ. | προσωποποιείστε | προσωποποιούσασταν προσωποποιούσαστε |
θα προσωποποιείστε | να προσωποποιείστε | προσωποποιείστε | |
γ' πληθ. | προσωποποιούνται | προσωποποιούνταν | θα προσωποποιούνται | να προσωποποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσωποποιήθηκα | θα προσωποποιηθώ | να προσωποποιηθώ | προσωποποιηθεί | ||
β' ενικ. | προσωποποιήθηκες | θα προσωποποιηθείς | να προσωποποιηθείς | προσωποποιήσου | ||
γ' ενικ. | προσωποποιήθηκε | θα προσωποποιηθεί | να προσωποποιηθεί | |||
α' πληθ. | προσωποποιηθήκαμε | θα προσωποποιηθούμε | να προσωποποιηθούμε | |||
β' πληθ. | προσωποποιηθήκατε | θα προσωποποιηθείτε | να προσωποποιηθείτε | προσωποποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | προσωποποιήθηκαν προσωποποιηθήκαν(ε) |
θα προσωποποιηθούν(ε) | να προσωποποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσωποποιηθεί | είχα προσωποποιηθεί | θα έχω προσωποποιηθεί | να έχω προσωποποιηθεί | προσωποποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις προσωποποιηθεί | είχες προσωποποιηθεί | θα έχεις προσωποποιηθεί | να έχεις προσωποποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσωποποιηθεί | είχε προσωποποιηθεί | θα έχει προσωποποιηθεί | να έχει προσωποποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσωποποιηθεί | είχαμε προσωποποιηθεί | θα έχουμε προσωποποιηθεί | να έχουμε προσωποποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσωποποιηθεί | είχατε προσωποποιηθεί | θα έχετε προσωποποιηθεί | να έχετε προσωποποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσωποποιηθεί | είχαν προσωποποιηθεί | θα έχουν προσωποποιηθεί | να έχουν προσωποποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωποποιούμαι
|