Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος προσωποποιώ

προσωποποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • παίρνω μορφή και πρόσωπο ή και όνομα ενώ δεν έχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία