Ετυμολογία

επεξεργασία
personnification < personnifier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔ.ni.fi.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
personnification personnifications

personnification (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία