personnification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- personnification < personnifier
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
personnification | personnifications |
personnification (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
personnification | personnifications |
personnification (fr) θηλυκό