Ετυμολογία

επεξεργασία
personnalisation < personnaliser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔ.na.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
personnalisation personnalisations

personnalisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία