personnalisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- personnalisation < personnaliser
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
personnalisation | personnalisations |
personnalisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
personnalisation | personnalisations |
personnalisation (fr) θηλυκό