προσδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσδίδω < αρχαία ελληνική προσδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dédeh₃- < *deh- (δίνω)
Ρήμα
επεξεργασίαπροσδίδω
- παρέχω κάτι επιπρόσθετα, δίνω ένα ακόμα (μάλλον θετικό) χαρακτηριστικό
- ※ Η ύπαρξη όμως μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας με σημαίνουσα θέση στην πόλη προσέδωσε στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά της συνάντησης με έναν «αρχετυπικό Άλλον» που ήταν οι Εβραίοι για την κυρίαρχη και ισχυρή τάση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσδίδω | προσέδιδα | θα προσδίδω | να προσδίδω | προσδίδοντας | |
β' ενικ. | προσδίδεις | προσέδιδες | θα προσδίδεις | να προσδίδεις | πρόσδιδε | |
γ' ενικ. | προσδίδει | προσέδιδε | θα προσδίδει | να προσδίδει | ||
α' πληθ. | προσδίδουμε | προσδίδαμε | θα προσδίδουμε | να προσδίδουμε | ||
β' πληθ. | προσδίδετε | προσδίδατε | θα προσδίδετε | να προσδίδετε | προσδίδετε | |
γ' πληθ. | προσδίδουν(ε) | προσέδιδαν προσδίδαν(ε) |
θα προσδίδουν(ε) | να προσδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσέδωσα | θα προσδώσω | να προσδώσω | προσδώσει | ||
β' ενικ. | προσέδωσες | θα προσδώσεις | να προσδώσεις | πρόσδωσε | ||
γ' ενικ. | προσέδωσε | θα προσδώσει | να προσδώσει | |||
α' πληθ. | προσδώσαμε | θα προσδώσουμε | να προσδώσουμε | |||
β' πληθ. | προσδώσατε | θα προσδώσετε | να προσδώσετε | προσδώστε | ||
γ' πληθ. | προσέδωσαν προσδώσαν(ε) |
θα προσδώσουν(ε) | να προσδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσδώσει | είχα προσδώσει | θα έχω προσδώσει | να έχω προσδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσδώσει | είχες προσδώσει | θα έχεις προσδώσει | να έχεις προσδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσδώσει | είχε προσδώσει | θα έχει προσδώσει | να έχει προσδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσδώσει | είχαμε προσδώσει | θα έχουμε προσδώσει | να έχουμε προσδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσδώσει | είχατε προσδώσει | θα έχετε προσδώσει | να έχετε προσδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσδώσει | είχαν προσδώσει | θα έχουν προσδώσει | να έχουν προσδώσει |
|