επιπρόσθετα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιπρόσθετα < επιπρόσθετ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
επιπρόσθετα
- πρόσθετα σε κάτι στο οποίο έχουμε προσθέσει ήδη κάτι άλλο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επιπροσθέτως (καθαρεύσουσα ἐπιπροσθέτως)
Σημειώσεις
επεξεργασία- στο προφορικό λόγο συνήθως χρησιμοποιείται αντί του πρόσθετα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιπρόσθετα