προσωποποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωποποιία < αρχαία ελληνική < πρόσωπ(ο) + -ο- + -ποιία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.so.po.piˈi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωποποιία θηλυκό
- η ρητορική τεχνική κατά την οποία ο ρήτορας βάζει τα λόγια που θέλει να παρουσιάσει στο στόμα ενός χαρακτήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωποποιία