προσωποποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωποποιώ < ελληνιστική κοινή προσωποποιέω / προσωποποιῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον + ποιέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική personnifier[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.so.po.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσωποποιώ (παθητική φωνή: προσωποποιούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσωποποιώ | προσωποποιούσα | θα προσωποποιώ | να προσωποποιώ | προσωποποιώντας | |
β' ενικ. | προσωποποιείς | προσωποποιούσες | θα προσωποποιείς | να προσωποποιείς | (προσωποποίει) | |
γ' ενικ. | προσωποποιεί | προσωποποιούσε | θα προσωποποιεί | να προσωποποιεί | ||
α' πληθ. | προσωποποιούμε | προσωποποιούσαμε | θα προσωποποιούμε | να προσωποποιούμε | ||
β' πληθ. | προσωποποιείτε | προσωποποιούσατε | θα προσωποποιείτε | να προσωποποιείτε | προσωποποιείτε | |
γ' πληθ. | προσωποποιούν(ε) | προσωποποιούσαν(ε) | θα προσωποποιούν(ε) | να προσωποποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσωποποίησα | θα προσωποποιήσω | να προσωποποιήσω | προσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | προσωποποίησες | θα προσωποποιήσεις | να προσωποποιήσεις | προσωποποίησε | ||
γ' ενικ. | προσωποποίησε | θα προσωποποιήσει | να προσωποποιήσει | |||
α' πληθ. | προσωποποιήσαμε | θα προσωποποιήσουμε | να προσωποποιήσουμε | |||
β' πληθ. | προσωποποιήσατε | θα προσωποποιήσετε | να προσωποποιήσετε | προσωποποιήστε | ||
γ' πληθ. | προσωποποίησαν προσωποποιήσαν(ε) |
θα προσωποποιήσουν(ε) | να προσωποποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσωποποιήσει | είχα προσωποποιήσει | θα έχω προσωποποιήσει | να έχω προσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσωποποιήσει | είχες προσωποποιήσει | θα έχεις προσωποποιήσει | να έχεις προσωποποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσωποποιήσει | είχε προσωποποιήσει | θα έχει προσωποποιήσει | να έχει προσωποποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσωποποιήσει | είχαμε προσωποποιήσει | θα έχουμε προσωποποιήσει | να έχουμε προσωποποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσωποποιήσει | είχατε προσωποποιήσει | θα έχετε προσωποποιήσει | να έχετε προσωποποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσωποποιήσει | είχαν προσωποποιήσει | θα έχουν προσωποποιήσει | να έχουν προσωποποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωποποιώ
- ↑ προσωποποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας