Δείτε επίσης: προσωποποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσωποποιώ < ελληνιστική κοινή προσωποποιέω / προσωποποιῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον + ποιέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική personnifier[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.so.po.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐πο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

προσωποποιώ (παθητική φωνή: προσωποποιούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία