Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσωποποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσωποποιώ
  2. θα προσωποποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσωποποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προσωποποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσωποποίηση