Wikisource logo
Η Βικιθήκη έχει κείμενο σχετικό με το:

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πωρικολόγος < 'πωρικ(όν) (< ὀπωρικόν < ὀπωρικός) + -ο- + -λόγος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πωρικολόγος αρσενικό

  • (λογοτεχνία) τίτλος σατιρικού ποίηματος ανώνυμου συγγραφέα που διασώζεται σε μορφή του 13ου-14ου αιώνα και διακωμωδεί τη γραφειοκρατία και τις νομικές διαδικασίες της βυζαντινής αυλής με πρωταγωνιστές, φρούτα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

άλλοι τίτλοι έργων