Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

squash (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
squash squashes / squash

squash (en)

  1. (αθλητισμός) το παιχνίδι σκουός
  2. (σπάνια στον πληθυντικό) στριμωξίδι, συνωστισμός
  3. ζούληγμα, σύνθλιψη· ο ήχος πλατςσπλατς), της σύνθλιψης
  4. (φρούτο, αμετάβλητο στον πληθυντικό) κολοκύθι· τα κολοκυθάκια

  Ρήμα επεξεργασία

squash (en)

  1. στίβω, ζουλάω, συνθλίβω
  2. στριμώχνω, συνωστίζομαι
  3. (καθομιλουμένη) καταστέλλω, καταπνίγω
  4. (καθομιλουμένη) αποστομώνω

  Πηγές επεξεργασία

  • D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 666.