Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουός < αγγλική squash < μέση αγγλική squachen / squatchen < παλαιά γαλλική esquacher / escachier < δημώδης λατινική *excoāctiāre < λατινική ex + coactare < coacto < coactus < cogo < co- + ago

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουός ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία