σκουός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουός < αγγλική squash < μέση αγγλική squachen / squatchen < παλαιά γαλλική esquacher / escachier < δημώδης λατινική *excoāctiāre < λατινική ex + coactare < coacto < coactus < cogo < co- + ago
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουός ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) αθλητικό παιχνίδι που παίζεται από δύο παίκτες (ή τέσσερις σε περίπτωση διπλού παιχνιδιού) σε κλειστό γήπεδο με τέσσερις τοίχους, με τους παίκτες να χτυπούν μια μικρή λαστιχένια μπάλα στον τοίχο με σκοπό να μην μπορέσει ο αντίπαλος να την επιστρέψει σωστά
Άλλες γραφές
επεξεργασία- σκουώς (μη απλοποιημένη)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σκουός στη Βικιπαίδεια