σκουός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκουός ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) αθλητικό παιχνίδι που παίζεται από δύο παίκτες (ή τέσσερις σε περίπτωση διπλού παιχνιδιού) σε κλειστό γήπεδο με τέσσερις τοίχους, με τους παίκτες να χτυπούν μια μικρή λαστιχένια μπάλα στον τοίχο με σκοπό να μην μπορέσει ο αντίπαλος να την επιστρέψει σωστά
Άλλες γραφές
επεξεργασία- σκουώς (μη απλοποιημένη)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
σκουός στη Βικιπαίδεια