περίπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίπτωση | οι | περιπτώσεις |
γενική | της | περίπτωσης* | των | περιπτώσεων |
αιτιατική | την | περίπτωση | τις | περιπτώσεις |
κλητική | περίπτωση | περιπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίπτωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίπτωσις (τυχαίο γεγονός) < αρχαία ελληνική περίπτωσις (εμπειρία) < περιπίπτω < περι- + πίπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίπτωση θηλυκό
- το σύνολο συνθηκών και γεγονότων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση κάποιου ή κάτι
- Η Κύπρος είναι μοναδική περίπτωση, οι όποιες οικονομικές δυσκολίες του νησιού διαφέρουν σημαντικά από αυτές της Ελλάδας.
- πιθανότητα
- Υπάρχει περίπτωση να σε χρειαστώ αύριο. Θα μπορέσεις;
- (για άνθρωπο με ιδιαίτερες ικανότητες ή ελαττώματα) ιδιαίτερος άνθρωπος, ξεχωριστός
- Τελείωσε το διδακτορικό του μόλις σε έναν χρόνο. Ο άνθρωπος είναι περίπτωση!
Εκφράσεις
επεξεργασία- δεν υπάρχει περίπτωση
- εν πάση περιπτώσει, ἐν πάσῃ περιπτώσει
- εν τοιαύτη περιπτώσει, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει
- σε περίπτωση
- σε κάθε περίπτωση
- σε καμία περίπτωση
- στην καλύτερη περίπτωση
- στην καλύτερη των περιπτώσεων