περίπτωσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περίπτωσῐς | αἱ | περιπτώσεις |
γενική | τῆς | περιπτώσεως & περίπτωσιος (ιωνικός) |
τῶν | περιπτώσεων |
δοτική | τῇ | περιπτώσει | ταῖς | περιπτώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | περίπτωσῐν | τὰς | περιπτώσεις |
κλητική ὦ! | περίπτωσῐ | περιπτώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπτώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιπτωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίπτωσις, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < περιπίπτω (πέφτω πάνω, συμβαίνω). Μορφολογικά, περί- + πτῶσις [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίπτωσις θηλυκό
- (αρχική σημασία) συμπτωματική θεραπεία, εμπειρία
- (ελληνιστική σημασία) σύμπτωση
- έκφραση: κατὰ περίπτωσιν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «περίπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- περίπτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.