συμπτωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπτωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπτωματικός < αρχαία ελληνική σύμπτωμα < συμπίπτω < σύν + πίπτω
- για την ιατική < (λόγιο δάνειο) γαλλική symptomatique < ελληνιστική κοινή συμπτωματικός (αντιδάνειο) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sim.pto.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπτω‐μα‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πτω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
συμπτωματικός, -ή, -ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- συμπτωματικά
- → δείτε τις λέξεις σύμπτωμα, συμπίπτω και πέφτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε και τυχαίος
τυχαίος
Επίθετο επεξεργασία
συμπτωματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα συμπτώματα μιας ασθένειας ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
(όρος ιατρικής)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συμπτωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
συμπτωματικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) συμπτωματικός, τυχαίος, που έχει σχέση με σύμπτωση
Παράγωγα επεξεργασία
- συμπτωματικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- συμπτωματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.