Δείτε επίσης: ασυμπτωτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμπτωματικός η ασυμπτωματική το ασυμπτωματικό
      γενική του ασυμπτωματικού της ασυμπτωματικής του ασυμπτωματικού
    αιτιατική τον ασυμπτωματικό την ασυμπτωματική το ασυμπτωματικό
     κλητική ασυμπτωματικέ ασυμπτωματική ασυμπτωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμπτωματικοί οι ασυμπτωματικές τα ασυμπτωματικά
      γενική των ασυμπτωματικών των ασυμπτωματικών των ασυμπτωματικών
    αιτιατική τους ασυμπτωματικούς τις ασυμπτωματικές τα ασυμπτωματικά
     κλητική ασυμπτωματικοί ασυμπτωματικές ασυμπτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυμπτωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική asymptomatic < αρχαία ελληνική ἀ- + συμπτωματικός < σύμπτωμα < συμπίπτω < πίπτω

  Επίθετο επεξεργασία

ασυμπτωματικός, ή, ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία