ασυμπτωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ασυμπτωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική asymptomatic < αρχαία ελληνική ἀ- + συμπτωματικός < σύμπτωμα < συμπίπτω < πίπτω
Επίθετο επεξεργασία
ασυμπτωματικός, ή, ό
- (ιατρική, επιδημιολογία) (για ασθενή) που δεν εκδηλώνει συμπτώματα της ασθένειας (και συχνά ούτε αισθάνεται κάτι)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυμπτωματικός