Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπίπτω < περι- + πίπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐πί‐πτω

περιπίπτω, αόρ.: περιέπεσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λόγιο) περιέρχομαι σε πιο άσχημη κατάσταση
  2. (λόγιο) άλλη μορφή του υποπίπτω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπίπτω < περι- + πίπτω

ζητούμενο λήμμα