περιπίπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπίπτω < περι- + πίπτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐πί‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριπίπτω, αόρ.: περιέπεσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) περιέρχομαι σε πιο άσχημη κατάσταση
- (λόγιο) άλλη μορφή του υποπίπτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιπίπτω | περιέπιπτα | θα περιπίπτω | να περιπίπτω | περιπίπτοντας | |
β' ενικ. | περιπίπτεις | περιέπιπτες | θα περιπίπτεις | να περιπίπτεις | (περίπιπτε) | |
γ' ενικ. | περιπίπτει | περιέπιπτε | θα περιπίπτει | να περιπίπτει | ||
α' πληθ. | περιπίπτουμε | περιπίπταμε | θα περιπίπτουμε | να περιπίπτουμε | ||
β' πληθ. | περιπίπτετε | περιπίπτατε | θα περιπίπτετε | να περιπίπτετε | περιπίπτετε | |
γ' πληθ. | περιπίπτουν(ε) | περιέπιπταν περιπίπταν(ε) |
θα περιπίπτουν(ε) | να περιπίπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιέπεσα | θα περιπέσω | να περιπέσω | περιπέσει | ||
β' ενικ. | περιέπεσες | θα περιπέσεις | να περιπέσεις | περίπεσε | ||
γ' ενικ. | περιέπεσε | θα περιπέσει | να περιπέσει | |||
α' πληθ. | περιπέσαμε | θα περιπέσουμε | να περιπέσουμε | |||
β' πληθ. | περιπέσατε | θα περιπέσετε | να περιπέσετε | περιπέστε | ||
γ' πληθ. | περιέπεσαν περιπέσαν(ε) |
θα περιπέσουν(ε) | να περιπέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιπέσει | είχα περιπέσει | θα έχω περιπέσει | να έχω περιπέσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιπέσει | είχες περιπέσει | θα έχεις περιπέσει | να έχεις περιπέσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιπέσει | είχε περιπέσει | θα έχει περιπέσει | να έχει περιπέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιπέσει | είχαμε περιπέσει | θα έχουμε περιπέσει | να έχουμε περιπέσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιπέσει | είχατε περιπέσει | θα έχετε περιπέσει | να έχετε περιπέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιπέσει | είχαν περιπέσει | θα έχουν περιπέσει | να έχουν περιπέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιπίπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περιπίπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιπίπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.