υποπίπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποπίπτω < αρχαία ελληνική ὑποπίπτω < ὑπό + πίπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈpi.pto/
Ρήμα
επεξεργασίαυποπίπτω
- (λόγιο) (παρωχημένο) (σπάνιο) πέφτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- υποπίπτει στη αντίληψή μου: αντιλαμβάνομαι
- υποπίπτω σε σφάλμα: σφάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποπίπτω | υπέπιπτα | θα υποπίπτω | να υποπίπτω | υποπίπτοντας | |
β' ενικ. | υποπίπτεις | υπέπιπτες | θα υποπίπτεις | να υποπίπτεις | υπόπιπτε | |
γ' ενικ. | υποπίπτει | υπέπιπτε | θα υποπίπτει | να υποπίπτει | ||
α' πληθ. | υποπίπτουμε | υποπίπταμε | θα υποπίπτουμε | να υποπίπτουμε | ||
β' πληθ. | υποπίπτετε | υποπίπτατε | θα υποπίπτετε | να υποπίπτετε | υποπίπτετε | |
γ' πληθ. | υποπίπτουν(ε) | υπέπιπταν υποπίπταν(ε) |
θα υποπίπτουν(ε) | να υποπίπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπέπεσα | θα υποπέσω | να υποπέσω | υποπέσει | ||
β' ενικ. | υπέπεσες | θα υποπέσεις | να υποπέσεις | υπόπεσε | ||
γ' ενικ. | υπέπεσε | θα υποπέσει | να υποπέσει | |||
α' πληθ. | υποπέσαμε | θα υποπέσουμε | να υποπέσουμε | |||
β' πληθ. | υποπέσατε | θα υποπέσετε | να υποπέσετε | υποπέστε | ||
γ' πληθ. | υπέπεσαν υποπέσαν(ε) |
θα υποπέσουν(ε) | να υποπέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποπέσει | είχα υποπέσει | θα έχω υποπέσει | να έχω υποπέσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποπέσει | είχες υποπέσει | θα έχεις υποπέσει | να έχεις υποπέσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποπέσει | είχε υποπέσει | θα έχει υποπέσει | να έχει υποπέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποπέσει | είχαμε υποπέσει | θα έχουμε υποπέσει | να έχουμε υποπέσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποπέσει | είχατε υποπέσει | θα έχετε υποπέσει | να έχετε υποπέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποπέσει | είχαν υποπέσει | θα έχουν υποπέσει | να έχουν υποπέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποπίπτω
|