ὑποπίπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑποπίπτω
- πέφτω κάτω (ή κάτω από κάτι άλλο)
- (κατ’ επέκταση) υποτάσσομαι, υποκύπτω
- (κατ’ επέκταση) υποχωρώ
- (μεταφορικά) δειλιάζω, φοβάμαι
Δείτε επίσης : υποπίπτω |
ὑποπίπτω