Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δειλιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δειλιάζω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
δειλιάζω
δείχνω
δειλία
, δεν
τολμώ
να προχωρήσω σε μια ενέργεια από φόβο για τον πιθανό κίνδυνο
Συγγενικά
επεξεργασία
δειλός
δειλία
δείλιασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δειλιάζω
γαλλικά
:
hésiter
(fr)
,
perdre
(fr)
courage
(fr)
,
se défiler
(fr)
,
se dégonfler
(fr)