περιέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιέρχομαι < αρχαία ελληνική περιέρχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαπεριέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατ.: περιερχόμουν αόρ.: περιήλθα (λόγιο)
- τριγυρίζω από τόπο σε τόπο
- περνάω στην ευθύνη ή την εξουσία κάποιου άλλου
- καταλήγω κάπου, καταντώ
- περιέρχομαι σε δεινή θέση