Ετυμολογία

επεξεργασία
περιέρχομαι < αρχαία ελληνική περιέρχομαι

περιέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατ.: περιερχόμουν αόρ.: περιήλθα (λόγιο)

  1. τριγυρίζω από τόπο σε τόπο
  2. περνάω στην ευθύνη ή την εξουσία κάποιου άλλου
  3. καταλήγω κάπου, καταντώ
    περιέρχομαι σε δεινή θέση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία